αλισβερίσι — και αλισιβερίσι και αλισφερίσι, το 1. εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία, δούναι και λαβείν, νταραβέρι 2. ερωτικό πάρε δώσε, ερωτική σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alisveris «πάρε δώσε». ΠΑΡ. νεοελλ. αλισβερίζομαι] … Dictionary of Greek
αλισβερίζομαι — και αλισιβερίζομαι και αλισφερίζομαι [αλισβερίσι] εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, νταραβερίζομαι … Dictionary of Greek
αλισιβερίζομαι — αλισιβερίσι βλ. αλισβερίζομαι, αλισβερίσι … Dictionary of Greek
αλισφερίζομαι — αλισφερίσι βλ. αλισβερίζομαι, αλισβερίσι … Dictionary of Greek
alişveriş — ALIŞVERÍŞ, alişverişuri, s.n. (fam.) Vânzare, negoţ, afaceri (reuşite). – Din tc. alişveriş. Trimis de ana zecheru, 06.01.2003. Sursa: DEX 98 ALIŞVERÍŞ s. v. dever, vânzare. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime alişveríş s. n … Dicționar Român
δοσοληψία — η 1. εμπορική συναλλαγή, αλισβερίσι: Έχουν συχνές δοσοληψίες. 2. αμοιβαία σχέση: Έχει δοσοληψίες με ανθρώπους του υπόκοσμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)